ψιλοβρόχι

ψιλοβρόχι
1) mrholit
2) mžít

Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψιλοβρόχι — το, Ν ψιλόβροχο, ψιχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι] …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”